Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

- Η Ανθρώπινη Φωνή -
"Δεν μπορείς να ξέρεις τι θα ξημερώσει"... Αυτό είναι το κεντρικό θέμα, για κάθε μέρα, εδώ στη φύση... Τη μιά, έχει χαλάζι... Την άλλη, τόση βροχή που δεν μπορείς καν να δεις έξω από το παράθυρό σου... Την άλλη πάλι, μία απόκωφη συννεφιά και ομίχλη... Σήμερα, έτσι ξαφνικά, έναν άπλετο ήλιο... Σαν καλοκαίρι... Λες κι είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί... Έτσι είναι η φύση... Ξεχνάει τι έχει συμβεί την προηγούμενη... Κάθε μέρα και κάτι άλλο... Ό,τι κι αν είναι, συμβαίνει κάθε πρωί με μία καινούργια φρεσκάδα... Το μόνο κοινό όλων των ημερών, είναι το δέος που μου προκαλεί η δύναμή της... Και αυτό, που με μαθαίνει πως τίποτα δεν είναι δεδομένο... 
Σήμερα ήταν μία υπέροχη μέρα... Το ζητούσε από μόνη της και η ίδια να το ευχαριστηθούμε... Αποφάσισα να περπατήσω σε άλλα μονοπάτια... Αντίθετα με τη συνηθισμένη μου διαδρομή, κατευθύνθηκα παραλιακά σε μία περιοχή που παραμένει σχεδόν έρημη, ακόμη και το καλοκαίρι... Όχι ιδιαίτερα φιλόξενη... Βρίσκεται σε ικανή απόσταση από το χωριό και την διάσημη παραλία των διακοπών... Οι άνθρωποι, δεν την επιλέγουν... Μπορεί και να ζηλεύει λίγο... Δεν μπορώ να ξέρω... 
Σήμερα θα την επισκεπτόμουν... Θα τη χαιρετούσα... Θα την περπατούσα και σε κάθε μου βήμα θα της έλεγα τι όμορφη που είναι στ΄αλήθεια... Ιδιαίτερη, άγρια ομορφιά... 
Με αυτή την αίσθηση ακούμπησα τα βήματά μου στη γη... Κοιτώντας κάτω και γύρω και παντού... Δεν φαινόταν κανείς... Ακόμη και τα λιγοστά σπίτια που βρίσκονται κατά μήκος του δρόμου, ήταν σιωπηλά... Μόνο τα τζάκια που έκαιγαν, μόνο αυτό ακουγόταν... Καμμιά ανθρώπινη φωνή... 
Είχα να διανύσω χιλιόμετρα από άμμο... Τόσο μακρυά παραλία είναι... Και κάπου στο βάθος της, το μόνο που φαινόταν, μία βάρκα παρατημένη... Θα τη συναντούσα κι εκείνη.... Ήταν στο δρόμο μου... 
Μόνο πλησιάζοντας αρκετά, κατάφερα να δω... Η βάρκα, δεν ήταν μόνη της... Είχα κάνει λάθος... Κάποιος καθόταν επάνω της... Όποιος κι αν ήταν, θα τον Συναντούσα.... 
Γυναίκα ήταν... Μία γυναίκα... Τώρα πλησιάζοντας λίγο πιο κοντά, μπορούσα να βλέπω καλύτερα... Καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στη δική μου πορεία... Κοιτάζοντας προς τη θάλασσα... Φτάνοντας λίγο πιο κοντά, παρατήρησα το ρούχο της... Το ρούχο της, περισσότερο από όλα, μου έκανε εντύπωση... Φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα... ¨Ήταν ένα αέρινο, καλοκαιρινό, κόκκινο φόρεμα... Μέσα στο καταχείμωνο... Εγώ ήμουν με το μπουφάν καλά κλεισμένο έως επάνω κι εκείνη με το τιραντάκι... Τα μαλλιά της, μακρυά... Το σώμα της μικροκαμωμένο, σαν παιδάκι... Ήταν σαν να περίμενε... Σαν κάποιος να την είχε τοποθετήσει σε εκείνη τη θέση... 
Προχώρησα... Την πλησίασα ώσπου έφτασα πίσω της... Δεν με κατάλαβε... Τότε έκανα άλλο ένα βήμα... Και βρέθηκα μπροστά της... Δεν με είδε... Ούτε και γύρισε να με κοιτάξει... Το βλέμμα, προς τη θάλασσα... Και το περιβάλλον γύρω της, μόνο πυκνή σιωπή... 
Δεν ήξερα αν χρειαζόταν να κάνω κάτι... Δεν μπόρεσα να μιλήσω... 
"Είμαι εδώ από το καλοκαίρι... "... Αυτό ακούστηκε μόνο... Μου μιλούσε κι ήταν σαν να μου μιλάει μέσα στο κεφάλι μου... Όχι με λόγια... Όχι με ανθρώπινη φωνή... 
"Από το καλοκαίρι είμαι εδώ... Κανένας άλλος δεν με έχει δει... Εκτός από σένα... Είχε πει θα έρθει... Είχε πει πως με αγαπάει... Είχε πει να περιμένω... Εδώ ακριβώς... Από το καλοκαίρι είμαι εδώ... "... 
Προς στιγμήν αναρωτήθηκα αν ονειρευόμουν ή αν μόλις είχα έρθει σε επαφή με κάτι απόκοσμο ή ακόμη κι αν το ίδιο το μυαλό μου, μου έπαιζε παιχνίδια... Το μόνο που συνέβη, έτσι όπως κοιταζόμασταν, ήταν να ακούσω αυτά τα λόγια να βγαίνουν από το στόμα μου... Από μόνα τους, χωρίς να τα σκεφτώ καθόλου... Μιλούσα τώρα με τη δική μου, την ανθρώπινη φωνή... 
"Τρελάθηκες?... Πώς σου πέρασε αυτή τη τρελή ιδέα από το μυαλό?... Ποιος σου είπε πως αξίζεις την αγάπη?... Κανένας από εμάς δεν την αξίζει... Και ποιον πίστεψες να είναι ικανός να σου τη δώσει?... Κανένας δεν την ξέρει... Οι άνθρωποι μισούν το Θεό τον ίδιο... Λες, θα μπορούσαν να αγαπήσουν εσένα?... "... 
Την ίδια ακριβώς στιγμή που άκουγα τον εαυτό μου να λέει αυτά τα λόγια, την ίδια ακριβώς στιγμή σκεφτόμουν με τι θράσος μιλούσα έτσι σε κάποιον... Με ποιο δικαίωμα... Κι όμως, εκείνη την ίδια στιγμή, μπροστά στα μάτια μου, κάτι φάνηκε να αλλάζει στα δικά της... Σαν να ξυπνούσε από κάτι... Κάποια λόγια, την είχαν κρατήσει δέσμια... Κι αυτά τα λόγια, τώρα, της έδιναν την άδεια που είχε ανάγκη για να υπερβεί την υπόσχεση... Τη συγκατάθεση που είχε δώσει για ετούτη την αναμονή... Ποιος ξέρει πότε... Εκείνη την ίδια στιγμή, το σώμα της άρχισε να γίνεται διάφανο... Και κατάλαβα...
Στεκόμουν μπροστά της, ακίνητη... Και για λίγο, αμίλητη... Πήρα μιά βαθιά ανάσα... Μέχρι που ένιωσα πως και η δική μου - η ανθρώπινη φωνή - είχε αλλάξει τη χροιά της, μέσα μου... Τώρα, ήταν κι αυτή διάφανη....
"Μην περιμένεις πια... Γύρισε σπίτι... Ελευθερώσου... Είναι ώρα..."... 
Κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια... Έπεσε επάνω μου, σαν μικρό παιδάκι κι αγκαλιαστήκαμε σφιχτά...  Καμμία άλλη φωνή δεν ακούστηκε...
Ένα αεράκι χάϊδεψε το μάγουλό μου κι ήταν σαν μία ανάσα που ψιθύρισε "ευχαριστώ"... 
Ανοίγοντας τα μάτια μου, το μόνο που είχα στα χέρια ήταν το κόκκινο φόρεμα... Κι αυτό, για λίγο... Ώσπου διαλύθηκε κι αυτό... Γλιστρώντας από τα χέρια μου, έγινε ένα με την άμμο... 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.