Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

- Ο Πίνακας - 
Ό,τι είμαι τώρα, ήμουν πάντοτε... Κι αυτό, δεν είναι καμμιά ιδιαίτερη φιλοσοφία ανατολικής - ή άλλης - προέλευσης... Αυτό ισχύει για όλους... Υπάρχει κάτι μέσα μας, που δεν αλλάζει με το χρόνο ή τις συνθήκες ή την άποψή μας για εκείνο ή την καλλιέργεια και την εκπαίδευσή του... Κι αυτό είναι η Ουσία μας, μαζί με όλα τα Δώρα που φέρουμε μαζί μας από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας εδώ... Κυριολεκτικά... 
Ό,τι είμαι τώρα, πάντοτε ήμουν... Δεν το ήξερα... Μόλις πρόσφατα το αναγνώρισα... Αυτόν τον πολύ συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε ανέκαθεν ο εγκέφαλός μου, τον θεωρούσα δεδομένο και φυσιολογικό, όπως τον θεωρούσα - έστω κι αξιωματικά - κοινό χαρακτηριστικό... Κοινό... Ποτέ δε θεώρησα πως διαθέτω κάτι "διαφορετικό".... Τίποτα "κατ΄εξαίρεση" σε σχέση με άλλους ανθρώπους... Εντάξει... Ίσως έκανα λάθος για λίγο... 
Ήμουν ακόμη μικρή και με αυτό εννοώ πως ζούσα ακόμη με τους γονείς μου... Σε αυτό το σπίτι που με φιλοξένησε για πολλά χρόνια... Εκείνο το μεσημέρι, είχα μόλις επιστρέψει από το σχολείο... Τίποτα διαφορετικό δεν φαινόταν να συμβαίνει... Η μέρα ήταν, από την αρχή της, ηλιόλουστη.... Ζέστη και φως από τον ήλιο, κατάφερνε πάντα να φτάσει και μέχρι το σαλόνι μας... Δεν χρειαζόταν να ανάψουμε τα φώτα, παρά μόνο από αργά το απόγευμα και μετά...
Κι όμως... Με το που πάτησα το πόδι μου στο σαλόνι, είχα την αίσθηση πως μία διαφορετική σκοτεινιά είχε κάνει την εμφάνισή της... Ένιωθα, ξαφνικά, σαν να θέλω να φύγω... Μαζί με μιά παράξενη θλίψη... Όχι δική μου... Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γίνεται... 
Κοίταξα γύρω ερευνητικά... Και το βλέμμα μου έπεσε στον πίνακα που τώρα υπήρχε στο διάδρομο... Δίπλα στην πόρτα του μπάνιου... Εκεί τον είχαν κρεμάσει... Ένα νεόφερτο αντικείμενο... Τα χρώματά του ήταν ωχρά... Περιέγραφε ένα αφηρημένο τοπίο.... Στα δικά μου μάτια - που ήμουν από τότε εκπαιδευμένη στη ζωγραφική - ο πίνακας σαν εικόνα, δεν έλεγε και πολλά... Για να τον "διαβάσει" κανείς, θα χρειαζόταν να νιώσει τον εμπνευστή του... 
"Τι είναι αυτό?", κατάφερα να ρωτήσω τους γονείς μου... Η απάντηση από μέρους τους, ήταν για μένα μία ακατανόητη συμπεριφορά... Μου απάντησαν με κάτι μασημένα, αποσπασματικά λόγια, κοιτάζοντας στο πάτωμα, δεξιά κι αριστερά... Σχεδόν αποφεύγοντας την αλήθεια... Έτσι μου φάνηκε... 
"Ε...Χμμμ... Μία φίλη του πατέρα σου... Εμμμ... Ζωγράφος... Εεεε....Το έφτιαξε.... Και μας το έστειλε... Δώρο... Είναι δώρο..."...
Ο πατέρας μου βυθίστηκε στην εφημερίδα του και η μητέρα μου πήγε να κρυφτεί στην κουζίνα... Μείναμε μόνοι μας... Ο πίνακας κι εγώ μπροστά του... Και σε αυτόν τον φαινομενικά άδειο χώρο ανάμεσά μας, ήταν σαν να του απευθύνθηκα με το νου μου... Και σαν να είπα... 
"Είμαι εδώ....Ακούω... Δείξε μου...."... 
Ήμουν μικρή... Δεν ήξερα.... Χρειαζόταν να μου δείξει... 




Επρόκειτο για μία γυναίκα... Χαμηλών τόνων.... Ευαίσθητη... Καλλιτέχνης... Καθόλου διεκδικητική... Ήταν ερωτευμένη... Με τον πατέρα μου... Τον αγαπούσε... Είχαν μία σχέση, πριν να μπει εκείνος στο γάμο που βρισκόταν τώρα... Η γυναίκα δεν μπορούσε να κάνει παιδιά... Ο πατέρας μου, το ήθελε... Την είχε αφήσει, χωρίς δεύτερη κουβέντα... Εκείνη, δεν το ξεπέρασε ποτέ... Τον σκεφτόταν... Συχνά... Έτσι είναι η αγάπη... Τα σύνορα κάθε είδους, της είναι άγνωστα... Ο πίνακάς της, περιέγραφε με τα ωχρά του χρώματα την ερημία της... Η γυναίκα μπήκε σε στάδιο θλίψης... Έγινε ακόμη πιο εσωστρεφής... Σύντομα αφού έστειλε τον πίνακα, "έφυγε" από την καρδιά της...
Έμεινα να κοιτάζω... Τον πίνακα, τα χρώματα και το αφηρημένο τοπίο... Και ήταν σαν να κοιτάζω κατευθείαν στην ψυχή της... Δεν τον είχε στείλει για να κατηγορήσει κανέναν... Ούτε για να υπογραμμίσει κανένα λάθος... Δεν τα κάνει αυτά η αγάπη... Τον είχε στείλει για ενθύμιο... Με τα δικά της λόγια, με το δικό της τρόπο έκφρασης που ήταν τα χρώματα και το ταλέντο της, του υπενθύμιζε μόνο αυτό...
"Σ αγάπησα..."...
Και τότε?.. Ακόμη κι αν ήταν έτσι... Γιατί ο πίνακας βρισκόταν τώρα μέσα στο σπίτι?...
Ήταν κι αυτός ένας τρόπος... Γιατί κατά βάθος, ακόμη κι αν προφασιζόμαστε πως δεν γνωρίζουμε τα ουσιώδη, όλα τα ξέρουμε... Όλα αυτά, τα πράγματα της Ψυχής... Γιατί, κατά βάθος, ξέρουμε τον αντίκτυπο που έχει η κάθε μας πράξη κι η κάθε μας κίνηση, στην ψυχή ενός άλλου ανθρώπου... Γιατί, κατά βάθος, είμαστε παντογνώστες... Και δεν εννοώ με αυτό, να υποκύπτουμε σε όλα τα "θέλω", σε όλα τα "σε θέλω" κάποιου, ώστε να μην στεναχωρήσουμε κανέναν... Δεν μπορεί να γίνει αυτό... Το μόνο που χρειάζονται οι άνθρωποι - ακόμη κι αν αποφασίσει κάποιος να φύγει από τη ζωή τους - είναι οι καθαρές, με αγάπη και συμπαράσταση, εξηγήσεις... Οι καθαρές και από καρδιάς κουβέντες... Που, αν γίνουν έγκαιρα και πρόσωπο με πρόσωπο, τότε είναι θα καλό και για τους δυό... Αν κάτι έχω καταλάβει από τη δική μου ζωή, μόνο αυτό είναι...
Γιατί, οι άνθρωποι φεύγουν κιόλας... Και ίσως αυτή, να είναι η τελευταία φορά που τους βλέπεις... Και δεν το λέω σαν συναισθηματικό εκβιασμό, αλλά σαν την πραγματικότητα που μας διαφεύγει...
Ήταν λοιπόν κι αυτός ένας τρόπος, να ζητήσει ο πατέρας μου "συγνώμη"... Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που είχε πια απομείνει, για να εξιλεωθεί για κάθε του παράλειψη... Και ήταν γλυκό από μέρους της μητέρας μου, που το δεχόταν...
Ήμουν μικρή... Δεν ήξερα αν χρειαζόταν να κάνω κάτι ή αν μπορούσα να κάνω κάτι ή ακόμη κι αν μου έπεφτε λόγος ως προς αυτό.... Έκλεισα τα μάτια... Πήρα μία βαθιά ανάσα... Και κοιτάζοντας τον πίνακα, ήρθαν από μόνα τους αυτά τα λόγια στο μυαλό μου... Και τώρα, ήταν σαν να της μιλάω...
"Σε είδα... Σε ξέρω... Η ψυχή σου ακούστηκε... Σε νιώθω... Θα είσαι στην καρδιά μου... Κι εύχομαι να βρεις Εκεί, όλα τα χρώματα που σου έλειψαν από εδώ... "...
Βρέθηκα να χαμογελάω μπροστά στον πίνακα...
"Δεν πειράζει που δεν σε γνώρισα από κοντά... Συναντηθήκαμε σήμερα... Σε κατάλαβα... Κι αυτό, από μόνο του, είναι σαν προσευχή..."...
Γύρισα πίσω στο σαλόνι... Κανείς δεν είχε πάρει είδηση... Ούτε τι είχε συμβεί, ούτε και τι είχα μάθει... Κατευθύνθηκα προς το τραπέζι... Εκεί είχαμε στολισμένα κάποια κεράκια, για τις περιπτώσεις που έρχονταν φίλοι στο σπίτι... Χαμογέλασα... Τώρα πια, είχαμε κοντά μας ένα μόνιμο επισκέπτη... Θα ήταν μαζί μας κι εκείνη... Μέσα από τον πίνακά της...
Άναψα ένα κερί... Για την ψυχή της...
Και θαρρείς πως πια χρειαζόταν... Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει...


































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.